κατανόημα: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατανόημα''': τό, κατανοηθέν, [[ἐπινόημα]], [[ἐφεύρεσις]], Πλάτ. Ἐπιν. 987D, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 8.
|lstext='''κατανόημα''': τό, κατανοηθέν, [[ἐπινόημα]], [[ἐφεύρεσις]], Πλάτ. Ἐπιν. 987D, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατανόημα]], τὸ (Α) [[κατανοώ]]<br />[[επινόημα]], [[εφεύρεση]] («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανόημα Medium diacritics: κατανόημα Low diacritics: κατανόημα Capitals: ΚΑΤΑΝΟΗΜΑ
Transliteration A: katanóēma Transliteration B: katanoēma Transliteration C: katanoima Beta Code: katano/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A purpose, contrivance, τὸ τῶν θεῶν τοῦ κόσμου κ. Pl.Epin.987d; κ. Χρηματιστικόν Arist.Pol.1259a7.

German (Pape)

[Seite 1366] τό, das Bemerkte, die Beobachtung, Wahrnehmung, τοῦ κόσμου Plat. Epin. 987 d; bei Arist. pol. 1, 11 das Ausgesonnene, Erfindung.

Greek (Liddell-Scott)

κατανόημα: τό, κατανοηθέν, ἐπινόημα, ἐφεύρεσις, Πλάτ. Ἐπιν. 987D, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 8.

Greek Monolingual

κατανόημα, τὸ (Α) κατανοώ
επινόημα, εφεύρεση («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», Αριστοτ.).