στρατολογέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτολογέω''': ([[λέγω]]) στρατολογῶ, [[ἐγγράφω]] στρατιώτας, Διον. Ἁλ. 11. 24, κτλ. - Παθητ., συμμάχων στρατολογηθέντων Διόδ. 12. 67, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 35.
|lstext='''στρᾰτολογέω''': ([[λέγω]]) στρατολογῶ, [[ἐγγράφω]] στρατιώτας, Διον. Ἁλ. 11. 24, κτλ. - Παθητ., συμμάχων στρατολογηθέντων Διόδ. 12. 67, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 35.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enrôler des soldats.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]], [[λέγω]]².
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτολογέω Medium diacritics: στρατολογέω Low diacritics: στρατολογέω Capitals: ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: stratologéō Transliteration B: stratologeō Transliteration C: stratologeo Beta Code: stratologe/w

English (LSJ)

(λέγω (B))

   A levy an army, enlist soldiers, D.H.11.24, J.AJ5.1.28, al.:—Pass., ἐκ συμμάχων στρατολογηθέντων D.S.12.67, cf. Plu.Caes. 35.

German (Pape)

[Seite 952] ein Heer sammeln, Soldaten werben, Plut. Mar. 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτολογέω: (λέγω) στρατολογῶ, ἐγγράφω στρατιώτας, Διον. Ἁλ. 11. 24, κτλ. - Παθητ., συμμάχων στρατολογηθέντων Διόδ. 12. 67, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 35.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enrôler des soldats.
Étymologie: στρατός, λέγω².