κουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρίζω''': ([[κόρος]], [[κοῦρος]]) ἀμετάβ., εἶμαι [[νεανίας]], [[σάκος]]... ὃ κουρίζων φορέεσκεν Ὀδ. Χ. 185, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 195˙ εἶμαι [[κοράσιον]], ὁ αὐτ. Γ. 666. 2) ἀνδροῦμαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 664. ΙΙ. μεταβ., [[ἀνατρέφω]] ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἰς τὴν ἀνδρικήν, ἄνδρας Ἡσιόδ. Θεογ. 347˙ ἴδ [[κουρίδιος]], ἐν τέλ.
|lstext='''κουρίζω''': ([[κόρος]], [[κοῦρος]]) ἀμετάβ., εἶμαι [[νεανίας]], [[σάκος]]... ὃ κουρίζων φορέεσκεν Ὀδ. Χ. 185, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 195˙ εἶμαι [[κοράσιον]], ὁ αὐτ. Γ. 666. 2) ἀνδροῦμαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 664. ΙΙ. μεταβ., [[ἀνατρέφω]] ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἰς τὴν ἀνδρικήν, ἄνδρας Ἡσιόδ. Θεογ. 347˙ ἴδ [[κουρίδιος]], ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être jeune.<br />'''Étymologie:''' [[κοῦρος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρίζω Medium diacritics: κουρίζω Low diacritics: κουρίζω Capitals: ΚΟΥΡΙΖΩ
Transliteration A: kourízō Transliteration B: kourizō Transliteration C: kourizo Beta Code: kouri/zw

English (LSJ)

(A), (κοῦρος A) intr.,

   A to be a youth, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκε Od.22.185, cf. A.R.1.195; to be a girl, Id.3.666; παῖς ἔτι -ίζουσα Call.Dian.5, cf. Arat.32.    2 cry like a babe, Call.Jov. 54.    3 of dolphins, κ. ἑὸν σθένος attain the strength of youth, Opp. H.1.664.    II trans., bring up from boyhood or to manhood, ἄνδρας Hes.Th.347.    III κουρίζεσθαι· ὑμεναιοῦσθαι, Hsch.
κουρ-ίζω (B), (κείρω, κουρά)

   A clip, shear, aor. 1 κούριξαν· ἀπεκειραν, Id.:—Pass., κυπάρισσος ἡ κουριζομένη which sprouts when clipped, Thphr.HP2.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

κουρίζω: (κόρος, κοῦρος) ἀμετάβ., εἶμαι νεανίας, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκεν Ὀδ. Χ. 185, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 195˙ εἶμαι κοράσιον, ὁ αὐτ. Γ. 666. 2) ἀνδροῦμαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 664. ΙΙ. μεταβ., ἀνατρέφω ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἰς τὴν ἀνδρικήν, ἄνδρας Ἡσιόδ. Θεογ. 347˙ ἴδ κουρίδιος, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être jeune.
Étymologie: κοῦρος.