ἐλλοπιεύω: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλλοπιεύω''': ([[ἔλλοψ]]) ἐπὶ τὴν τῶν ἰχθύων ἄγραν μοχθῶ, [[ἁλιεύω]], Θεόκρ. 1. 42· - ὁ [[τύπος]] ἐλλοπεύω ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 331, 49, φαίνεται πλημμελὴς γραφή. | |lstext='''ἐλλοπιεύω''': ([[ἔλλοψ]]) ἐπὶ τὴν τῶν ἰχθύων ἄγραν μοχθῶ, [[ἁλιεύω]], Θεόκρ. 1. 42· - ὁ [[τύπος]] ἐλλοπεύω ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 331, 49, φαίνεται πλημμελὴς γραφή. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=pêcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἔλλοψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
(ἔλλοψ)
A fish, Theoc.1.42: ἐλλοπεύω corrupt in EM 331.49.
German (Pape)
[Seite 801] fischen, Theophr. 1, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλοπιεύω: (ἔλλοψ) ἐπὶ τὴν τῶν ἰχθύων ἄγραν μοχθῶ, ἁλιεύω, Θεόκρ. 1. 42· - ὁ τύπος ἐλλοπεύω ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 331, 49, φαίνεται πλημμελὴς γραφή.
French (Bailly abrégé)
pêcher.
Étymologie: ἔλλοψ.