πόθικες: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_1)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πόθικες''': (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ [[λέξις]] ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε [[ποθίκων]], Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|lstext='''πόθικες''': (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ [[λέξις]] ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε [[ποθίκων]], Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
{{grml
|mltxt=οἱ, Α [[ποθίκω]]<br />(<b>δωρ. τ.</b>) οι προσήκοντες.
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόθικες Medium diacritics: πόθικες Low diacritics: πόθικες Capitals: ΠΟΘΙΚΕΣ
Transliteration A: póthikes Transliteration B: pothikes Transliteration C: pothikes Beta Code: po/qikes

English (LSJ)

οἱ, (ποτί, ἱκ-νέ-ομαι)

   A relatives, kinsmen, τοὶ'ς ἄσιστα π. IG 5(2).159.17 (Tegea, v B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

πόθικες: (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ λέξις ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε ποθίκων, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

οἱ, Α ποθίκω
(δωρ. τ.) οι προσήκοντες.