Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιτοπομπία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτοπομπία''': (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχν]]. ἐσφαλμ.-εία), ἡ, ἡ [[μεταφορά]], μετακόμισις σίτου ὑπὸ συνοδίαν, Δημ. 254. 22., 307. 16., 326. 11., 671. 13. ΙΙ. [[ἐφόδιον]] σίτου, [[σῖτος]] ἐν ἀποθήκῃ, τῆς σ. ἐπιλειπούσης Διόδ. 14. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.
|lstext='''σῑτοπομπία''': (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχν]]. ἐσφαλμ.-εία), ἡ, ἡ [[μεταφορά]], μετακόμισις σίτου ὑπὸ συνοδίαν, Δημ. 254. 22., 307. 16., 326. 11., 671. 13. ΙΙ. [[ἐφόδιον]] σίτου, [[σῖτος]] ἐν ἀποθήκῃ, τῆς σ. ἐπιλειπούσης Διόδ. 14. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />transport <i>ou</i> convoi de blé <i>ou</i> de vivres.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[πέμπω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοπομπία Medium diacritics: σιτοπομπία Low diacritics: σιτοπομπία Capitals: ΣΙΤΟΠΟΜΠΙΑ
Transliteration A: sitopompía Transliteration B: sitopompia Transliteration C: sitopompia Beta Code: sitopompi/a

English (LSJ)

(in codd. freq. -εία), ἡ,

   A conveyance, transport of corn, D.18.87, 241, 301, 23.155, IG22.1629.220.    II supply of corn, τῆς σ. ἐπιλιπούσης D.S. 14.55, cf. SIG839.12 (Ephesus, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 886] ἡ, = σιτοπομπεία; βουλόμενος τῆς σιτοπομπίας κύριος γενέσθαι, Dem. 18, 87, vgl. 241. 301; D. Sic. 13, 88.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπομπία: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχν. ἐσφαλμ.-εία), ἡ, ἡ μεταφορά, μετακόμισις σίτου ὑπὸ συνοδίαν, Δημ. 254. 22., 307. 16., 326. 11., 671. 13. ΙΙ. ἐφόδιον σίτου, σῖτος ἐν ἀποθήκῃ, τῆς σ. ἐπιλειπούσης Διόδ. 14. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transport ou convoi de blé ou de vivres.
Étymologie: σῖτος, πέμπω.