δεσμεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεσμεύω''': (δεσμὸς) [[δεσμεύω]], βάλλω εἰς τὰ δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. 6. 17 Εὐρ. Βάκχ. 616, Πλάτ. Νόμ. 808D· δένω [[ὁμοῦ]], [[οἷον]] [[στάχυς]] ἐν δεματίῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 479· δ. ἔκ τινος, δένω σφιγκτὰ εἴς τι…, Ἀπολλόδ. 2. 1, 3.– Παθ., δεσμευθεῖσα ἀλύτοις καμάτοις Ἐπιγρ. Ἑλλ. 737.
|lstext='''δεσμεύω''': (δεσμὸς) [[δεσμεύω]], βάλλω εἰς τὰ δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. 6. 17 Εὐρ. Βάκχ. 616, Πλάτ. Νόμ. 808D· δένω [[ὁμοῦ]], [[οἷον]] [[στάχυς]] ἐν δεματίῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 479· δ. ἔκ τινος, δένω σφιγκτὰ εἴς τι…, Ἀπολλόδ. 2. 1, 3.– Παθ., δεσμευθεῖσα ἀλύτοις καμάτοις Ἐπιγρ. Ἑλλ. 737.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> lier, enchaîner;<br /><b>2</b> réunir en faisceaux, en gerbes.<br />'''Étymologie:''' [[δεσμός]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσμεύω Medium diacritics: δεσμεύω Low diacritics: δεσμεύω Capitals: ΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: desmeúō Transliteration B: desmeuō Transliteration C: desmeyo Beta Code: desmeu/w

English (LSJ)

   A fetter, put in chains, h.Bacch.17, E.Ba.616, Pl.Lg.808e; tie together, as corn in the sheaf, Hes.Op.481; δ. ἀγκάλας PLond.1.131r426 (ii A. D.); χόρτον PFlor.322.31 (iii A. D.); δ. ἔκ τινος bind fast to .., Plb.3.93.4, Apollod.2.1.3.    II lay snares for, LXX 1 Ki.24.12.

German (Pape)

[Seite 550] binden, fesseln, H. A. 6, 17; Eur. Bacch. 616; Plat. Legg. XII, 808 d; zusammenbinden, die Garben, Hes. O. 479; λαμπάδας Pol. 3, 93.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμεύω: (δεσμὸς) δεσμεύω, βάλλω εἰς τὰ δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. 6. 17 Εὐρ. Βάκχ. 616, Πλάτ. Νόμ. 808D· δένω ὁμοῦ, οἷον στάχυς ἐν δεματίῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 479· δ. ἔκ τινος, δένω σφιγκτὰ εἴς τι…, Ἀπολλόδ. 2. 1, 3.– Παθ., δεσμευθεῖσα ἀλύτοις καμάτοις Ἐπιγρ. Ἑλλ. 737.

French (Bailly abrégé)

1 lier, enchaîner;
2 réunir en faisceaux, en gerbes.
Étymologie: δεσμός.