ἀκήν: Difference between revisions
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκήν''': (ἴδε ἐν λ. ἀκή ΙΙ), αἰτιατ. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = ἡσύχως, σιγά, Ὅμ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Ἰλ. Γ. 95, καὶ ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], οἱ δ’ ἄλλοι ἀκὴν [[ἴσαν]], Δ. 429. | |lstext='''ἀκήν''': (ἴδε ἐν λ. ἀκή ΙΙ), αἰτιατ. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = ἡσύχως, σιγά, Ὅμ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Ἰλ. Γ. 95, καὶ ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], οἱ δ’ ἄλλοι ἀκὴν [[ἴσαν]], Δ. 429. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />silencieusement, tranquillement.<br />'''Étymologie:''' cf. *[[ἀκέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
(cf. ἀκή B), acc. form as Adv.,
A softly, silently, Hom. mostly in phrase ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Il.3.95, al.; also οἱ δ' ἄλλο ἀκὴν ἴσαν 4.429.
German (Pape)
[Seite 72] (vgl. ἀκέων), still, schweigend, Hom. ἀκὴν ἴσαν Iliad. 4, 429; ἀκην ἔσαν Od. 2, 82. 4, 285; ἀκην ἐμεναι Od. 21, 239. 385; ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, sie wurden still, schwiegen, Iliad. 3, 95. 7, 92. 398. 8, 28. 9, 29. 430. 693. 10, 218. 313. 23, 676 Od. 7, 154. 8, 234. 11, 333. 13, 1. 16, 393. 20, 320; – Orph. Arg. 829; – die Gramm. nehmen es als accus. von ἀκή = ήσυχία, dah. sp. D. auch ἀκην ἔχειν, Mosch. 2, 18; Opp. Cyn. 1, 32. Vgl. ἀκᾶ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήν: (ἴδε ἐν λ. ἀκή ΙΙ), αἰτιατ. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = ἡσύχως, σιγά, Ὅμ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Ἰλ. Γ. 95, καὶ ἀλλ.· ὡσαύτως, οἱ δ’ ἄλλοι ἀκὴν ἴσαν, Δ. 429.
French (Bailly abrégé)
adv.
silencieusement, tranquillement.
Étymologie: cf. *ἀκέω.