ἔπηλις: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(6_1)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπηλις''': (οὐχὶ ἐπηλίς, Ἀρκάδ. 31. 12), ιδος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ [[ἔφηλις]], [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], [[πῶμα]], «τὸ [[πῶμα]] τῆς λάρνακος ὥς φασιν οἱ παλαιοὶ κατὰ τὸν Σοφοκλῆν· ἡ δ’ αὐτὴ καὶ [[ἔφηλις]] κοινῶς ὡς ἀπὸ τοῦ ἥλου» (Εὐστ. Ὀδ. 1562.39), Σοφ. Ἀποσπ. 877, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 12. ΙΙ. «ἡ ἐπὶ τοῦ προσώπου [[μελανία]]» Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἔπηλις''': (οὐχὶ ἐπηλίς, Ἀρκάδ. 31. 12), ιδος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ [[ἔφηλις]], [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], [[πῶμα]], «τὸ [[πῶμα]] τῆς λάρνακος ὥς φασιν οἱ παλαιοὶ κατὰ τὸν Σοφοκλῆν· ἡ δ’ αὐτὴ καὶ [[ἔφηλις]] κοινῶς ὡς ἀπὸ τοῦ ἥλου» (Εὐστ. Ὀδ. 1562.39), Σοφ. Ἀποσπ. 877, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 12. ΙΙ. «ἡ ἐπὶ τοῦ προσώπου [[μελανία]]» Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔπηλις]], η (AM) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κηλίδα]] του προσώπου, [[φακίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. του <i>έφηλις</i>].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπηλις Medium diacritics: ἔπηλις Low diacritics: έπηλις Capitals: ΕΠΗΛΙΣ
Transliteration A: épēlis Transliteration B: epēlis Transliteration C: epilis Beta Code: e)/phlis

English (LSJ)

(not ἐπηλίς Hdn.Gr.1.91), ιδος, ἡ, Ion. for ἔφηλις,

   A cover, lid, S.Fr.1046, Posidipp.41.    II freckle, Ael.Dion.Fr.57.

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, Deckel einer Kiste, = ἔφηλις; – Flecken im Gesicht, ἡ ἐπὶ τοῦ προσώπου μελανία, Soph. frg. 877 bei Eust. p. 1562, 38; – Posid. bei B. A. 424.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπηλις: (οὐχὶ ἐπηλίς, Ἀρκάδ. 31. 12), ιδος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἔφηλις, κάλυμμα, σκέπασμα, πῶμα, «τὸ πῶμα τῆς λάρνακος ὥς φασιν οἱ παλαιοὶ κατὰ τὸν Σοφοκλῆν· ἡ δ’ αὐτὴ καὶ ἔφηλις κοινῶς ὡς ἀπὸ τοῦ ἥλου» (Εὐστ. Ὀδ. 1562.39), Σοφ. Ἀποσπ. 877, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 12. ΙΙ. «ἡ ἐπὶ τοῦ προσώπου μελανία» Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ἔπηλις, η (AM) κάλυμμα, σκέπασμα
μσν.
κηλίδα του προσώπου, φακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. του έφηλις].