πενταθλεύω: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
(6_1)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πενταθλεύω''': [[ἀγωνίζομαι]] τὸ [[πένταθλον]], Ξενοφάν. 2. 2 (παρ’ Ἀθην. 413F): ― οὕτω πενταθλέω. [[αὐτόθι]] 2. 16· ὃς τὸν Ἠλεῖον· Τισαμενὸν πεντεθλοῦντα ἐν Ὀλυμπίᾳ κατεπάλαισε Παυσ. 6. 14, 13.
|lstext='''πενταθλεύω''': [[ἀγωνίζομαι]] τὸ [[πένταθλον]], Ξενοφάν. 2. 2 (παρ’ Ἀθην. 413F): ― οὕτω πενταθλέω. [[αὐτόθι]] 2. 16· ὃς τὸν Ἠλεῖον· Τισαμενὸν πεντεθλοῦντα ἐν Ὀλυμπίᾳ κατεπάλαισε Παυσ. 6. 14, 13.
}}
{{grml
|mltxt=και πενταθλῶ, -έω, Α [[πένταθλος]]<br />[[αγωνίζομαι]] στο [[πένταθλο]], [[συμμετέχω]] στα αγωνίσματα του πεντάθλου.
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταθλεύω Medium diacritics: πενταθλεύω Low diacritics: πενταθλεύω Capitals: ΠΕΝΤΑΘΛΕΥΩ
Transliteration A: pentathleúō Transliteration B: pentathleuō Transliteration C: pentathleyo Beta Code: pentaqleu/w

English (LSJ)

   A practise the πένταθλον, Xenoph.2.2 :—also πενταθλ-έω, ib. 16, Paus.6.14.13, Artem. 1.57.

German (Pape)

[Seite 556] ein πένταθλος sein, sich im Fünfkampf üben, Xenophan. Coloph. bei Ath. X, 413 f.

Greek (Liddell-Scott)

πενταθλεύω: ἀγωνίζομαι τὸ πένταθλον, Ξενοφάν. 2. 2 (παρ’ Ἀθην. 413F): ― οὕτω πενταθλέω. αὐτόθι 2. 16· ὃς τὸν Ἠλεῖον· Τισαμενὸν πεντεθλοῦντα ἐν Ὀλυμπίᾳ κατεπάλαισε Παυσ. 6. 14, 13.

Greek Monolingual

και πενταθλῶ, -έω, Α πένταθλος
αγωνίζομαι στο πένταθλο, συμμετέχω στα αγωνίσματα του πεντάθλου.