σειρίς: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(6_12)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σειρίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[σειρά]] II, Ξεν. Κυν. 9. 13, 14, 15, 19, Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 83.
|lstext='''σειρίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[σειρά]] II, Ξεν. Κυν. 9. 13, 14, 15, 19, Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 83.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σειρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[σειρά]] 2., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειρίς Medium diacritics: σειρίς Low diacritics: σειρίς Capitals: ΣΕΙΡΙΣ
Transliteration A: seirís Transliteration B: seiris Transliteration C: seiris Beta Code: seiri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of

   A σειρά 1.3, X.Cyn.9.13,14,15,19.

German (Pape)

[Seite 868] ίδος, ἡ, dim. von σειρά, kleines Seil, Band, Xen. Cyn. 9, 13; Poll. 5, 33.

Greek (Liddell-Scott)

σειρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ σειρά II, Ξεν. Κυν. 9. 13, 14, 15, 19, Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 83.

Greek Monotonic

σειρίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του σειρά 2., σε Ξεν.