μεταγραφή: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταγρᾰφή''': ἡ, [[ἀντιγραφή]], [[ἐπίσταμαι]] τὰ βιβλία... μετέδωκε γάρ μοι πρὸς μεταγραφήν τινα Ἰουλ. Ἐπ. 9. 2) τὸ δανείζεσθαι [[παρά]] τινος πρὸς ἀπότισιν ὀφειλῆς πρὸς ἕτερον, Λατ. versura, Πλούτ. 2. 831Α. | |lstext='''μεταγρᾰφή''': ἡ, [[ἀντιγραφή]], [[ἐπίσταμαι]] τὰ βιβλία... μετέδωκε γάρ μοι πρὸς μεταγραφήν τινα Ἰουλ. Ἐπ. 9. 2) τὸ δανείζεσθαι [[παρά]] τινος πρὸς ἀπότισιν ὀφειλῆς πρὸς ἕτερον, Λατ. versura, Πλούτ. 2. 831Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />emprunt fait à une personne pour en payer une autre.<br />'''Étymologie:''' [[μεταγράφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A transcribing, Aristeas 9 (pl.), 10, Jul.Ep.107. 2 borrowing from one person to pay another, Plu.2.831a (pl.). II translation, τοῦ νόμου J.AJ12.2.6. III change of text or reading, Str.12.3.22, cf. A.D.Synt.156.2.
German (Pape)
[Seite 145] ἡ, die Abschrift, Sp.; das Umschreiben, δανείων, Plut. de vit. aer. allen. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγρᾰφή: ἡ, ἀντιγραφή, ἐπίσταμαι τὰ βιβλία... μετέδωκε γάρ μοι πρὸς μεταγραφήν τινα Ἰουλ. Ἐπ. 9. 2) τὸ δανείζεσθαι παρά τινος πρὸς ἀπότισιν ὀφειλῆς πρὸς ἕτερον, Λατ. versura, Πλούτ. 2. 831Α.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
emprunt fait à une personne pour en payer une autre.
Étymologie: μεταγράφω.