δυσδιάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιάλῠτος''': -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· [[τάξις]] Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10.
|lstext='''δυσδιάλῠτος''': -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· [[τάξις]] Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à diviser, à séparer, à rompre ; difficile à réconcilier.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διαλύω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιάλῠτος Medium diacritics: δυσδιάλυτος Low diacritics: δυσδιάλυτος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dysdiálytos Transliteration B: dysdialytos Transliteration C: dysdialytos Beta Code: dusdia/lutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to dissolve, Arist.Pr.870b31 (Comp.): σχῆμα τῆς τάξεως Plb.1.26.16.    2 hard to digest, Philotim. ap. Ath.2.53f, Gal.16.760.    II hard to reconcile, Arist.EN1126a20.

German (Pape)

[Seite 677] schwer aufzulösen, zu trennen; τάξις Pol. 1, 26, 16; Plut.; schwer zu versöhnen, Arist. Eth. 4, 5, 11; von Speisen, Ath. II, 53 f.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιάλῠτος: -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· τάξις Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à diviser, à séparer, à rompre ; difficile à réconcilier.
Étymologie: δυσ-, διαλύω.