παραπύημα: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπύημα''': τό, [[πύωσις]],«ἔμπυασμα», Ἱππ. Μοχλ. 848· κοινὴ γραφὴ [[παραποίημα]].
|lstext='''παραπύημα''': τό, [[πύωσις]],«ἔμπυασμα», Ἱππ. Μοχλ. 848· κοινὴ γραφὴ [[παραποίημα]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[εμπύηση]], [[εμπύημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πύον]], μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>παραπυῶ</i> / -<i>έω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αποπύημα</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπύημα Medium diacritics: παραπύημα Low diacritics: παραπύημα Capitals: ΠΑΡΑΠΥΗΜΑ
Transliteration A: parapýēma Transliteration B: parapyēma Transliteration C: parapyima Beta Code: parapu/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A suppuration, Hp.Mochl.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 496] τό, Eiterung daneben, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παραπύημα: τό, πύωσις,«ἔμπυασμα», Ἱππ. Μοχλ. 848· κοινὴ γραφὴ παραποίημα.

Greek Monolingual

τὸ, Α
εμπύηση, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πύον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. παραπυῶ / -έω (πρβλ. αποπύημα)].