ῥυστάζω: Difference between revisions
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥυστάζω''': θαμιστ. τοῦ ῥυῶ, [[ἐρύω]], [[ἕλκω]], σύρῳ τῄδε κἀκεῖσε [[περιφέρω]] βιαίως, πολλὰ ῥυστάζεσκεν… περὶ [[σῆμα]], ἔσυρε [[πολλάκις]] περὶ τὸν τάφον τοῦ Πατρόκλου, Ἰλ. Ω. 755· ὀμωὰς ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα, «ἕλκοντας, βιαζομένους» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 109, Υ. 319· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· - περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τὰ [[ἑλκυστάζω]], ῥυπτάζω. | |lstext='''ῥυστάζω''': θαμιστ. τοῦ ῥυῶ, [[ἐρύω]], [[ἕλκω]], σύρῳ τῄδε κἀκεῖσε [[περιφέρω]] βιαίως, πολλὰ ῥυστάζεσκεν… περὶ [[σῆμα]], ἔσυρε [[πολλάκις]] περὶ τὸν τάφον τοῦ Πατρόκλου, Ἰλ. Ω. 755· ὀμωὰς ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα, «ἕλκοντας, βιαζομένους» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 109, Υ. 319· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· - περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τὰ [[ἑλκυστάζω]], ῥυπτάζω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=traîner çà et là pour outrager <i>ou</i> maltraiter.<br />'''Étymologie:''' fréquent. de [[ῥύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
Frequentat. of ἐρύω (A),
A drag about, πολλὰ ῥυστάζεσκεν . . περὶ σῆμα he dragged it many times round the grave of Patroclus, Il.24.755; δμῳὰς . . ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα Od.16.109; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 853] frequentat. von ῥυω, ἐρύω, wiederholt ziehen, reißen, hin- und herzerren, wegreißen, schleppen, schleifen; πολλὰ ῥυστάζεσκε περὶ σῆμα, vielmals schleifte er die Leiche des Hektor um das Grabmal, indem er sie an seinem Wagen gebunden fortzog, Il. 24, 755; δμωὰς ἀεικελίως ῥυστάζειν κατὰ δώματα, Od. 16, 109. 20, 319, übh. mißhandeln.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυστάζω: θαμιστ. τοῦ ῥυῶ, ἐρύω, ἕλκω, σύρῳ τῄδε κἀκεῖσε περιφέρω βιαίως, πολλὰ ῥυστάζεσκεν… περὶ σῆμα, ἔσυρε πολλάκις περὶ τὸν τάφον τοῦ Πατρόκλου, Ἰλ. Ω. 755· ὀμωὰς ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα, «ἕλκοντας, βιαζομένους» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 109, Υ. 319· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· - περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τὰ ἑλκυστάζω, ῥυπτάζω.
French (Bailly abrégé)
traîner çà et là pour outrager ou maltraiter.
Étymologie: fréquent. de ῥύομαι.