λαμπρόφωνος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαμπρόφωνος''': -ον, ἔχων λαμπρὰν φωνήν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· λαμπροφωνότατος Δημ. 329. 25· - [[ἐντεῦθεν]] λαμπροφωνέω, ἔχω καθαράν, ἠχηρὰν φωνήν, Ἐκκλ.· λαμπροφωνεύομαι, εἶμαι [[λαμπρόφωνος]], = [[λαρυγγίζω]], Αἰλίου Ἡρῳδιαν. Φιλέταιρος, ἐν τέλει τοῦ Μοίριδος, σ. 436 Piers· - καὶ λαμπροφωνία, Ἰων. -ίη, ἡ, [[εὐκρίνεια]] καὶ ἠχηρὸν τῆς φωνῆς, Ἡρόδ. 6. 60. | |lstext='''λαμπρόφωνος''': -ον, ἔχων λαμπρὰν φωνήν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· λαμπροφωνότατος Δημ. 329. 25· - [[ἐντεῦθεν]] λαμπροφωνέω, ἔχω καθαράν, ἠχηρὰν φωνήν, Ἐκκλ.· λαμπροφωνεύομαι, εἶμαι [[λαμπρόφωνος]], = [[λαρυγγίζω]], Αἰλίου Ἡρῳδιαν. Φιλέταιρος, ἐν τέλει τοῦ Μοίριδος, σ. 436 Piers· - καὶ λαμπροφωνία, Ἰων. -ίη, ἡ, [[εὐκρίνεια]] καὶ ἠχηρὸν τῆς φωνῆς, Ἡρόδ. 6. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à la voix claire <i>ou</i> forte.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπρός]], [[φωνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A clear-voiced, Hp.Aër. 5, Plu.2.840a: Sup. -ότατος D.18.313:—hence λαμπρο-φωνεύομαι, Hdn.Philet.p.436 P., Hsch. s.v. βαλανεύειν; and λαμπρο-φωνία, Ion. -ιη, ἡ, clearness and loudness of voice, Hdt.6.60.
German (Pape)
[Seite 13] mit heller, lauter Stimme, Dem. 18, 313 im superlat.; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρόφωνος: -ον, ἔχων λαμπρὰν φωνήν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· λαμπροφωνότατος Δημ. 329. 25· - ἐντεῦθεν λαμπροφωνέω, ἔχω καθαράν, ἠχηρὰν φωνήν, Ἐκκλ.· λαμπροφωνεύομαι, εἶμαι λαμπρόφωνος, = λαρυγγίζω, Αἰλίου Ἡρῳδιαν. Φιλέταιρος, ἐν τέλει τοῦ Μοίριδος, σ. 436 Piers· - καὶ λαμπροφωνία, Ἰων. -ίη, ἡ, εὐκρίνεια καὶ ἠχηρὸν τῆς φωνῆς, Ἡρόδ. 6. 60.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix claire ou forte.
Étymologie: λαμπρός, φωνή.