κλειδοποιός: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλειδοποιός''': -όν, ὁ, κατασκευάζων κλειδία, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 58. 12. | |lstext='''κλειδοποιός''': -όν, ὁ, κατασκευάζων κλειδία, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 58. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[κλειδοποιός]])<br />αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, [[κλειδαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλείς]], -<i>δός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επιπλο</i>-[[ποιός]], <i>ηθο</i>-[[ποιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A locksmith, PTeb.ined., PLips.3i10 (iii A.D.), Sch. Paul.Al.P.2, Cat.Cod.Astr.5(3).88.
German (Pape)
[Seite 1447] Schlüssel machend; subst., ὁ, der Schlosser; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλειδοποιός: -όν, ὁ, κατασκευάζων κλειδία, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 58. 12.
Greek Monolingual
ο (AM κλειδοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο-ποιός, ηθο-ποιός.