Καρύαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Καρύαι''': ῶν αἱ, [[τόπος]] ἐν Λακωνικῇ [[μετὰ]] περιφήμου ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος, Θουκ. 5. 55, κτλ.· -[[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. Καρυᾶτις, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 3. 10, 7. 2) Λακωνικὸν [[ὄρχημα]] εἰς τιμὴν τῆς Ἀρτέμιδος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 104· - [[ὁπόθεν]] Καρυᾱτίζω, ὀρχοῦμαι τὸ [[ὄρχημα]] τοῦτο, Λουκ. π. Ὀρχ. 10. ΙΙΙ. Κᾰρυάτῐδες, ων, αἱ, αἱ ἱέρειαι τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Καρύαις, Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 94. 2) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ Καρυάτιδες [[εἶναι]] ἀγάλματα κορῶν χρησιμεύοντα ὡς κίονες ἢ ὑποστηρίγματα ἐπιστυλίων, Βιτρούβ. 1. 1· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 279, Museum Grit. 2. 400, καὶ ἴδε ἐν λ. Ἄτλαντες, Τελαμῶνες, Κανηφόροι. 3) [[εἶδος]] ἐνωτίου, [[Πολυδ]]. Ε΄,97.
|lstext='''Καρύαι''': ῶν αἱ, [[τόπος]] ἐν Λακωνικῇ [[μετὰ]] περιφήμου ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος, Θουκ. 5. 55, κτλ.· -[[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. Καρυᾶτις, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 3. 10, 7. 2) Λακωνικὸν [[ὄρχημα]] εἰς τιμὴν τῆς Ἀρτέμιδος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 104· - [[ὁπόθεν]] Καρυᾱτίζω, ὀρχοῦμαι τὸ [[ὄρχημα]] τοῦτο, Λουκ. π. Ὀρχ. 10. ΙΙΙ. Κᾰρυάτῐδες, ων, αἱ, αἱ ἱέρειαι τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Καρύαις, Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 94. 2) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ Καρυάτιδες [[εἶναι]] ἀγάλματα κορῶν χρησιμεύοντα ὡς κίονες ἢ ὑποστηρίγματα ἐπιστυλίων, Βιτρούβ. 1. 1· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 279, Museum Grit. 2. 400, καὶ ἴδε ἐν λ. Ἄτλαντες, Τελαμῶνες, Κανηφόροι. 3) [[εἶδος]] ἐνωτίου, [[Πολυδ]]. Ε΄,97.
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />Karyes, <i>bourg de Laconie, avec un temple d’Artémis</i>.
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κᾰρύαι Medium diacritics: Καρύαι Low diacritics: Καρύαι Capitals: ΚΑΡΥΑΙ
Transliteration A: Karýai Transliteration B: Karyai Transliteration C: Karyai Beta Code: *karu/ai

English (LSJ)

[ῠ], ῶν, αἱ, Caryae, a place in Laconia with a famous temple of Artemis, Th.5.55, etc.:—hence Κᾰρῠᾶτις, ιδος, ἡ, μέλισσα (prob. priestess of Artemis) St.Byz.; as Subst. esp.    1 Artemis, Paus.3.10.7.    2 dance in honour of Artemis, Poll.4.104; cf. καρυατίζω 2.    II Κᾰρῠάτῐδες, ων, αἱ, priestesses of Artemis at Caryae, Pratin.Lyr.4.    2 Archit., female figures used as bearing-shafts, Lync. ap. Ath.6.241e, Vitr.1.1.5.    3 a kind of ear-rings, Poll.5.97.

Greek (Liddell-Scott)

Καρύαι: ῶν αἱ, τόπος ἐν Λακωνικῇ μετὰ περιφήμου ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος, Θουκ. 5. 55, κτλ.· -ἐντεῦθεν, ΙΙ. Καρυᾶτις, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 3. 10, 7. 2) Λακωνικὸν ὄρχημα εἰς τιμὴν τῆς Ἀρτέμιδος, Πολυδ. Δ΄, 104· - ὁπόθεν Καρυᾱτίζω, ὀρχοῦμαι τὸ ὄρχημα τοῦτο, Λουκ. π. Ὀρχ. 10. ΙΙΙ. Κᾰρυάτῐδες, ων, αἱ, αἱ ἱέρειαι τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Καρύαις, Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 94. 2) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ Καρυάτιδες εἶναι ἀγάλματα κορῶν χρησιμεύοντα ὡς κίονες ἢ ὑποστηρίγματα ἐπιστυλίων, Βιτρούβ. 1. 1· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 279, Museum Grit. 2. 400, καὶ ἴδε ἐν λ. Ἄτλαντες, Τελαμῶνες, Κανηφόροι. 3) εἶδος ἐνωτίου, Πολυδ. Ε΄,97.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Karyes, bourg de Laconie, avec un temple d’Artémis.