ταλασιουργία: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(6_11) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰλᾰσιουργία''': ἡ, τὸ ταλασιουργεῖν, ἡ τῶν ἐρίων [[ἐργασία]], Πλάτ. Πολιτικ. 282C, 283Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ταλασιουργία]]· τῶν ἐρίων τὰ ἔργα». | |lstext='''τᾰλᾰσιουργία''': ἡ, τὸ ταλασιουργεῖν, ἡ τῶν ἐρίων [[ἐργασία]], Πλάτ. Πολιτικ. 282C, 283Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ταλασιουργία]]· τῶν ἐρίων τὰ ἔργα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[ταλασιουργός]]<br />η [[κατεργασία]] του μαλλιού, [[ιδίως]] το [[γνέσιμο]] και το ξάσιμό του. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ταλασία, Pl.Plt.282c, 283a, Corn.ND20, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.4.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, = ταλασία, Plat. Polit. 282 a Lys. 208 d u. öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσιουργία: ἡ, τὸ ταλασιουργεῖν, ἡ τῶν ἐρίων ἐργασία, Πλάτ. Πολιτικ. 282C, 283Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ταλασιουργία· τῶν ἐρίων τὰ ἔργα».
Greek Monolingual
ἡ, Α ταλασιουργός
η κατεργασία του μαλλιού, ιδίως το γνέσιμο και το ξάσιμό του.