τέφριον: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(6_21)
(41)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τέφριον''': τό, [[ἀλοιφή]] τις [[χρῶμα]] τέφρας ἔχουσα, [[μάλιστα]] διὰ τοὺς ὀφθαλμούς, Κέλσ. 6, 6, Ἀέτ. 7.
|lstext='''τέφριον''': τό, [[ἀλοιφή]] τις [[χρῶμα]] τέφρας ἔχουσα, [[μάλιστα]] διὰ τοὺς ὀφθαλμούς, Κέλσ. 6, 6, Ἀέτ. 7.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τεφρός]]<br />[[αλοιφή]] τεφρού χρώματος την οποία χρησιμοποιούσαν [[κυρίως]] για τους οφθαλμούς.
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1102] τό, eine aschgraue Salbe, bes. Augensalbe, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τέφριον: τό, ἀλοιφή τις χρῶμα τέφρας ἔχουσα, μάλιστα διὰ τοὺς ὀφθαλμούς, Κέλσ. 6, 6, Ἀέτ. 7.

Greek Monolingual

τὸ, Α τεφρός
αλοιφή τεφρού χρώματος την οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως για τους οφθαλμούς.