σκοτίας: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(37) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ σκότει κρυπτόμενος, [[δοῦλος]] [[δραπέτης]], Λατ. tenebrio, Ἡσύχ. | |lstext='''σκοτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ σκότει κρυπτόμενος, [[δοῦλος]] [[δραπέτης]], Λατ. tenebrio, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ου, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που κρύβεται και ζει στο [[σκοτάδι]], [[δούλος]], [[δραπέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκότιος]] «[[μαύρος]], [[σκοτεινός]], [[παράνομος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνθρακ</i>-<i>ίας</i>, <i>πωγων</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, ein Finsterling, der sich im Finstern hält, der sich verbirgt oder verbergen muß, bes. ein entlaufener Sklave, tenebrio, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτίας: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ σκότει κρυπτόμενος, δοῦλος δραπέτης, Λατ. tenebrio, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που κρύβεται και ζει στο σκοτάδι, δούλος, δραπέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότιος «μαύρος, σκοτεινός, παράνομος» + επίθημα -ίας (πρβλ. ἀνθρακ-ίας, πωγων-ίας)].