χειρομαχία: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(6_11) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρομᾰχία''': ἡ, τῆς χειρὸς [[ἐργασία]], Εὐστ. 1716, 4. | |lstext='''χειρομᾰχία''': ἡ, τῆς χειρὸς [[ἐργασία]], Εὐστ. 1716, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Μ [[χειρομάχος]]<br />(σχετικά με φυτά) η [[καλλιέργεια]] από ανθρώπινα χέρια («αὐτοφυῶς καὶ οὐκ ἀπὸ χειρομαχίας», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A manual labour, Eust.1716.3.
German (Pape)
[Seite 1346] ἡ, Handarbeit, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
χειρομᾰχία: ἡ, τῆς χειρὸς ἐργασία, Εὐστ. 1716, 4.
Greek Monolingual
ἡ, Μ χειρομάχος
(σχετικά με φυτά) η καλλιέργεια από ανθρώπινα χέρια («αὐτοφυῶς καὶ οὐκ ἀπὸ χειρομαχίας», Ευστ.).