σινίον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σινίον''': τό, [[λέξις]] μεταγενεστ. σημαίνουσα [[κόσκινον]]· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131. | |lstext='''σινίον''': τό, [[λέξις]] μεταγενεστ. σημαίνουσα [[κόσκινον]]· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />crible.<br />'''Étymologie:''' [[σίνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
(parox.), τό, late word for
A sieve, Id. (cf. σεννίον).
German (Pape)
[Seite 883] τό, das Sieb, mit allen seinen Ableitungen ein spätes Wort, von dem schwerlich vor dem N. T. eine Spur vorhanden ist.
Greek (Liddell-Scott)
σινίον: τό, λέξις μεταγενεστ. σημαίνουσα κόσκινον· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crible.
Étymologie: σίνος.