συμπαράκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(6_20) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπαράκειμαι''': παθ., [[κεῖμαι]] πλησίον τινός, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 107, κλπ. | |lstext='''συμπαράκειμαι''': παθ., [[κεῖμαι]] πλησίον τινός, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 107, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[παράκειμαι]]<br />[[κείμαι]] [[μαζί]] ή [[κοντά]] με κάποιον [[άλλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be adjacent, Epicur.Ep.2p.49U., Plb.6.53.8, Judeich Altertümer von Hierapolis 348:—Gramm., -κειμένη θέσις ῥημάτων καὶ ὀνομάτων of verbs and substantives, as ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα, Eust.477.42.
German (Pape)
[Seite 984] (s. κεῖμαι), mit od. zugleich dabei, daneben liegen; Epicur. bei D. L. 10, 107; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαράκειμαι: παθ., κεῖμαι πλησίον τινός, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 107, κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ παράκειμαι
κείμαι μαζί ή κοντά με κάποιον άλλο.