σκηνωτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_11)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκηνωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐπὶ τῆς σκηνῆς παριστανόμενος, [[σκηνικός]], [[θεατρικός]], Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 40.
|lstext='''σκηνωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐπὶ τῆς σκηνῆς παριστανόμενος, [[σκηνικός]], [[θεατρικός]], Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 40.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Μ [<i>σκηνῶ</i> (III)]<br />αυτός που παριστάνεται, που παρουσιάζεται [[πάνω]] στη [[σκηνή]] θεάτρου, [[θεατρικός]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνωτός Medium diacritics: σκηνωτός Low diacritics: σκηνωτός Capitals: ΣΚΗΝΩΤΟΣ
Transliteration A: skēnōtós Transliteration B: skēnōtos Transliteration C: skinotos Beta Code: skhnwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A represented on the stage, scenic, Lyd. Mag.1.40.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνωτός: -ή, -όν, ὁ ἐπὶ τῆς σκηνῆς παριστανόμενος, σκηνικός, θεατρικός, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 40.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ [σκηνῶ (III)]
αυτός που παριστάνεται, που παρουσιάζεται πάνω στη σκηνή θεάτρου, θεατρικός.