ἀπᾴδω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾴδω''': μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, [[διαφέρω]], ἀπ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· [[μετὰ]] γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) [[ἀπομακρύνομαι]], ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.
|lstext='''ἀπᾴδω''': μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, [[διαφέρω]], ἀπ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· [[μετὰ]] γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) [[ἀπομακρύνομαι]], ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=chanter faux ; <i>fig.</i> être en désaccord : [[πρός]] [[τι]] PLUT avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ᾄδω]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾴδω Medium diacritics: ἀπᾴδω Low diacritics: απάδω Capitals: ΑΠΑΔΩ
Transliteration A: apā́idō Transliteration B: apadō Transliteration C: apado Beta Code: a)pa/|dw

English (LSJ)

fut.

   A -ᾴσομαι Pl.Ti.26d:—sing out of tune, ὅλῃ ἁρμονίᾳ Id.Lg.802e; ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23: abs., Pl.Hp.Mi.374c, D.Chr. 13.20, etc.    II metaph., dissent, ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b; πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27: c. gen., ἐθῶν Luc.Anach.6; to be at variance with, τῆς ἀληθείας Ph.1.235; fall short of, τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.16.    2 wander away, πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c.    3 in part., unbefitting, ἀπᾴδοντα τῷ θεῷ ἐγκώμια Jul.Or.4.132b; τῷ πράγματι Lib.Or.10.34; ξένον καὶ ἀπᾷδον τὸ ῥῆμα Porph.Chr.69.

German (Pape)

[Seite 274] im Gesang abweichen, τῇ ἁρμονίᾳ, nicht zusammenklingen, Plat. Legg. VII, 802 e; mißhellig sein, abweichen, ἀπ' ἀλλήλων II, 662 b; ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Hipp. mai. 292 c; πρός τι Plut. Lyc. 27; ὡς μὴ ἀπᾴδειν θάτερον θατέρου Luc. Pisc. 6; Plut. reip. ger. praec. p. 165 τοὺς ἄλλως ἀπᾴδοντας ἐς τὸ ἐμμελὲς ἄγειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾴδω: μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, διαφέρω, ἀπ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· μετὰ γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) ἀπομακρύνομαι, ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

chanter faux ; fig. être en désaccord : πρός τι PLUT avec qch.
Étymologie: ἀπό, ᾄδω.