ὑπορρίπτω: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπορρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[ὑποκάτω]], ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις, [[ῥίπτω]] τινὰ εἰς τὰ ἄγρια θηρία, Πλουτ. Εὐμέν. 17· πικροῖς δεσπόταις ὑπ. ἑαυτοὺς Φίλων 1. 376 [[οὕτως]], ὑπορριπτέω, Ἀππ. Μιθρ. 38, Γρηγ. Ναζ. σ. 119, 16. | |lstext='''ὑπορρίπτω''': [[ῥίπτω]] [[ὑποκάτω]], ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις, [[ῥίπτω]] τινὰ εἰς τὰ ἄγρια θηρία, Πλουτ. Εὐμέν. 17· πικροῖς δεσπόταις ὑπ. ἑαυτοὺς Φίλων 1. 376 [[οὕτως]], ὑπορριπτέω, Ἀππ. Μιθρ. 38, Γρηγ. Ναζ. σ. 119, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> jeter sous;<br /><b>2</b> soumettre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ῥίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A throw down or under, ὑ. τινὰ τοῖς θηρίοις throw him to the wild beasts, Plu.Eum.17; πικροῖς δεσπόταις ὑ. ἑαυτούς Ph.1.376; so ὑπορριπτέω, App.Mith.38; πᾶν γένος δελέατος ὑπερρίπτει prob. cj. in Plb.29.8.3. 2 insert under, ὑπορρίπτειν τὸ σπαθίον ὑπὸ τοὺς χιτῶνας Hippiatr.20.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπορρίπτω: ῥίπτω ὑποκάτω, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις, ῥίπτω τινὰ εἰς τὰ ἄγρια θηρία, Πλουτ. Εὐμέν. 17· πικροῖς δεσπόταις ὑπ. ἑαυτοὺς Φίλων 1. 376 οὕτως, ὑπορριπτέω, Ἀππ. Μιθρ. 38, Γρηγ. Ναζ. σ. 119, 16.