καταρρακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_11) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρρακτήρ''': ῆρος, ὁ, (ἐκ τοῦ καταρράσσω), ὁ καταστρέφων, [[καταστροφεύς]], [[κίρκος]] κ., (Σχολ. καταστρέφων, ὁ καταρράσων τὴν πόλιν, διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης) Λυκόφρ. 199, 539. | |lstext='''καταρρακτήρ''': ῆρος, ὁ, (ἐκ τοῦ καταρράσσω), ὁ καταστρέφων, [[καταστροφεύς]], [[κίρκος]] κ., (Σχολ. καταστρέφων, ὁ καταρράσων τὴν πόλιν, διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης) Λυκόφρ. 199, 539. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταρρακτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[καταρράσσω]]<br />αυτός που φέρνει [[καταστροφή]], ο [[καταστροφέας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A down-swooping, κίρκος Lyc.169, cf. 539.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρακτήρ: ῆρος, ὁ, (ἐκ τοῦ καταρράσσω), ὁ καταστρέφων, καταστροφεύς, κίρκος κ., (Σχολ. καταστρέφων, ὁ καταρράσων τὴν πόλιν, διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης) Λυκόφρ. 199, 539.
Greek Monolingual
καταρρακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) καταρράσσω
αυτός που φέρνει καταστροφή, ο καταστροφέας.