καταρρακτήρ

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρακτήρ Medium diacritics: καταρρακτήρ Low diacritics: καταρρακτήρ Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΡ
Transliteration A: katarraktḗr Transliteration B: katarraktēr Transliteration C: katarraktir Beta Code: katarrakth/r

English (LSJ)

καταρρακτῆρος, ὁ, down-swooping, κίρκος Lyc.169, cf. 539.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρακτήρ: ῆρος, ὁ, (ἐκ τοῦ καταρράσσω), ὁ καταστρέφων, καταστροφεύς, κίρκος κ., (Σχολ. καταστρέφων, ὁ καταρράσων τὴν πόλιν, διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης) Λυκόφρ. 199, 539.

Greek Monolingual

καταρρακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) καταρράσσω
αυτός που φέρνει καταστροφή, ο καταστροφέας.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = καταρράκτης, der Herabreißende, κίρκος Lyc. 169, σίνις 539.