ἀνείλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
(6_9)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνείλλω''': ἢ ἀνείλω, = [[ἀνειλέω]] (ἴδε [[εἴλω]]): - Μέσ., [[ἀπομακρύνομαι]], ἀποσύρομαι, («τραβιοῦμαι ’[[πίσω]]», συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται Πλάτ. Συμπ. 206D): - ἴδε [[ἀνειλέω]], [[ἀνίλλω]].
|lstext='''ἀνείλλω''': ἢ ἀνείλω, = [[ἀνειλέω]] (ἴδε [[εἴλω]]): - Μέσ., [[ἀπομακρύνομαι]], ἀποσύρομαι, («τραβιοῦμαι ’[[πίσω]]», συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται Πλάτ. Συμπ. 206D): - ἴδε [[ἀνειλέω]], [[ἀνίλλω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[encogerse]], [[replegarse]] τὸ κυοῦν ... ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ Pl.<i>Smp</i>.206d.<br /><b class="num">2</b> fig. [[desarrollar]] ἡ τοῦ λόγου [[διέξοδος]] οἷον ἀνειλλομένη τὸ προστυχόν la secuencia del discurso, como desarrollando lo que sale al paso</i> Pl.<i>Criti</i>.109a.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείλλω Medium diacritics: ἀνείλλω Low diacritics: ανείλλω Capitals: ΑΝΕΙΛΛΩ
Transliteration A: aneíllō Transliteration B: aneillō Transliteration C: aneillo Beta Code: a)nei/llw

English (LSJ)

or ἀνείλω,

   A = ἀνειλέω:—in Pass., shrink up or back, Pl. Smp.206d.

German (Pape)

[Seite 220] = ἀνειλέω, Plat., med., sich zurückziehen, Conv. 206 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείλλω: ἢ ἀνείλω, = ἀνειλέω (ἴδε εἴλω): - Μέσ., ἀπομακρύνομαι, ἀποσύρομαι, («τραβιοῦμαι ’πίσω», συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται Πλάτ. Συμπ. 206D): - ἴδε ἀνειλέω, ἀνίλλω.

Spanish (DGE)

1 encogerse, replegarse τὸ κυοῦν ... ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ Pl.Smp.206d.
2 fig. desarrollar ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλλομένη τὸ προστυχόν la secuencia del discurso, como desarrollando lo que sale al paso Pl.Criti.109a.