ἀνίλλω
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
ἀνείλλω, Phryn.PSp.31 B., Olymp.in Phlb.p.240 S.:—Pass., shrink back, of the soul, Plot.1.6.2, cf. Porph.Plot.14.
Spanish (DGE)
1 recoger βιβλίον Phryn.PS p.31.
2 en v. med. encogerse πρὸς δὲ τὸ αἰσχρὸν προσβαλοῦσα ἀνίλλεται (ἡ ψυχή) cuando (el alma) topa con lo feo se encoge Plot.1.6.2, cf. Porph.Plot.14.23, Dam.in Phlb.22.2, ἀνίλλεσθαι· συστρέφεσθαι Hsch.
German (Pape)
[Seite 237] = ἀνειλέω, βιβλίον B. A. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίλλω: ἀνείλλω, «ἀνίλλειν βιβλίον: οἱ μὲν ἄλλοι περισπῶσι τὴν λέξιν καὶ δι’ ἑνὸς λ γράφουσιν, οἱ δὲ Ἀττικοὶ παροξύνουσι καὶ διὰ δυοῖν λλ γράφουσιν· οὕτω καὶ τὸ ἐξίλλειν» Α. Β, 19, Ὀλυμπιόδ.
Greek Monolingual
ἀνίλλω (Α)
1. ξετυλίγω
2. μέσ. ἀνίλλομαι
α) συστέλλομαι, διστάζω
β) υποκρίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν- + ἴλλω «περιτυλίσσω, συστέλλομαι»].