λιρόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῑρόφθαλμος''': -ον, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀκολάστους, Μελέτ. ἐν τοῖς Ἀνεκδ. Ὀξων. 3.70.
|lstext='''λῑρόφθαλμος''': -ον, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀκολάστους, Μελέτ. ἐν τοῖς Ἀνεκδ. Ὀξων. 3.70.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιρόφθαλμος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει [[αναίδεια]] στο [[βλέμμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιρός]] «[[θρασύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]].
}}
}}

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑρόφθαλμος Medium diacritics: λιρόφθαλμος Low diacritics: λιρόφθαλμος Capitals: ΛΙΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: liróphthalmos Transliteration B: lirophthalmos Transliteration C: lirofthalmos Beta Code: liro/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A lewd-eyed, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λῑρόφθαλμος: -ον, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀκολάστους, Μελέτ. ἐν τοῖς Ἀνεκδ. Ὀξων. 3.70.

Greek Monolingual

λιρόφθαλμος, -ον (AM)
αυτός που έχει αναίδεια στο βλέμμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιρός «θρασύς» + ὀφθαλμός.