συκοφάντρια: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκοφάντρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[συκοφάντης]], Ἀριστοφ. Πλ. 970. | |lstext='''σῡκοφάντρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[συκοφάντης]], Ἀριστοφ. Πλ. 970. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>fém. de</i> [[συκοφάντης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of συκοφάντης, Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.