ὀσχοφόρια: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀσχοφόρια''': ἢ ὠσχ-, τά, μία τῶν ἡμερῶν τῆς Ἀθηναϊκῆς ἑορτῆς [[Σκίρα]], καθ’ ἣν παῖδες εὐγενεῖς ἡβῶντες, ἐν γυναικείᾳ περιβολῇ φέροντες κλάδους [[ἀμπέλων]] βοτρυοφόρων (ἴδε [[ὄσχος]]) μετέβαινον ἐν πομπῇ ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ Διονύσου εἰς τὸν τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς, Φιλόχορ. 44, Πλουτ. Θησ. 22, Ἀθήν. 495F. Ἀλκίφρων 1. 4., 3. 1· - ὀσχοφόριον, τό, τὸ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἐν Φαλήρῳ, Ἡσύχ. ([[ἔνθα]]: ὠσχοφ-), Α. Β. 318, κτλ.· - ὀσχοφόροι, οἱ, οἱ παῖδες οἱ φέροντες τοὺς ὄσχους, Ὑπερείδ. καὶ Φιλόχορ. παρ’ Ἁρποκρατ., [[Ἴστρος]] 13· - ὀσχοφορέω, [[ἑορτάζω]] τὴν ἑορτὴν [[ὀσχοφόρια]], Φώτ.· - ὀσχοφορικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ [[ὀσχοφόρια]], Ἀθήνα. 631Β· [[μέλη]] ὀσχ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 53. - Ἁπανταχοῦ τῶν λέξεων τούτων ὁ Ἡσύχιος καὶ ἄλλοι γραμματ. ἔγραφον ὠσχ- ἀντὶ ὀσχ-, καὶ [[οὗτος]] ὁ [[τύπος]] ὑπάρχει ἐν πολλοῖς Ἀντιγράφ. | |lstext='''ὀσχοφόρια''': ἢ ὠσχ-, τά, μία τῶν ἡμερῶν τῆς Ἀθηναϊκῆς ἑορτῆς [[Σκίρα]], καθ’ ἣν παῖδες εὐγενεῖς ἡβῶντες, ἐν γυναικείᾳ περιβολῇ φέροντες κλάδους [[ἀμπέλων]] βοτρυοφόρων (ἴδε [[ὄσχος]]) μετέβαινον ἐν πομπῇ ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ Διονύσου εἰς τὸν τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς, Φιλόχορ. 44, Πλουτ. Θησ. 22, Ἀθήν. 495F. Ἀλκίφρων 1. 4., 3. 1· - ὀσχοφόριον, τό, τὸ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἐν Φαλήρῳ, Ἡσύχ. ([[ἔνθα]]: ὠσχοφ-), Α. Β. 318, κτλ.· - ὀσχοφόροι, οἱ, οἱ παῖδες οἱ φέροντες τοὺς ὄσχους, Ὑπερείδ. καὶ Φιλόχορ. παρ’ Ἁρποκρατ., [[Ἴστρος]] 13· - ὀσχοφορέω, [[ἑορτάζω]] τὴν ἑορτὴν [[ὀσχοφόρια]], Φώτ.· - ὀσχοφορικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ [[ὀσχοφόρια]], Ἀθήνα. 631Β· [[μέλη]] ὀσχ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 53. - Ἁπανταχοῦ τῶν λέξεων τούτων ὁ Ἡσύχιος καὶ ἄλλοι γραμματ. ἔγραφον ὠσχ- ἀντὶ ὀσχ-, καὶ [[οὗτος]] ὁ [[τύπος]] ὑπάρχει ἐν πολλοῖς Ἀντιγράφ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[ὠσχοφόρια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
τά, ὀσχο-φόριον, τό, ὀσχο-φόροι, οἱ, etc.,
A v. ὠσχ-.
German (Pape)
[Seite 401] τά, auch ὠσχοφόρια, ein Fest in Athen, ein Tag des σκίρα-Festes, an welchem zwei (nach B. A. 318) dazu erwählte Bürgersöhne in weiblicher Kleidung Weinranken mit Trauben, ὄσχοι od. ὦσχοι, in den Händen tragend aus dem Tempel des Bacchus in den der Athene σκιράς zogen, Plut. Thes. 22 u. Sp., wie Alciphr. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσχοφόρια: ἢ ὠσχ-, τά, μία τῶν ἡμερῶν τῆς Ἀθηναϊκῆς ἑορτῆς Σκίρα, καθ’ ἣν παῖδες εὐγενεῖς ἡβῶντες, ἐν γυναικείᾳ περιβολῇ φέροντες κλάδους ἀμπέλων βοτρυοφόρων (ἴδε ὄσχος) μετέβαινον ἐν πομπῇ ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ Διονύσου εἰς τὸν τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς, Φιλόχορ. 44, Πλουτ. Θησ. 22, Ἀθήν. 495F. Ἀλκίφρων 1. 4., 3. 1· - ὀσχοφόριον, τό, τὸ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἐν Φαλήρῳ, Ἡσύχ. (ἔνθα: ὠσχοφ-), Α. Β. 318, κτλ.· - ὀσχοφόροι, οἱ, οἱ παῖδες οἱ φέροντες τοὺς ὄσχους, Ὑπερείδ. καὶ Φιλόχορ. παρ’ Ἁρποκρατ., Ἴστρος 13· - ὀσχοφορέω, ἑορτάζω τὴν ἑορτὴν ὀσχοφόρια, Φώτ.· - ὀσχοφορικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ὀσχοφόρια, Ἀθήνα. 631Β· μέλη ὀσχ. Πολυδ. Δ΄, 53. - Ἁπανταχοῦ τῶν λέξεων τούτων ὁ Ἡσύχιος καὶ ἄλλοι γραμματ. ἔγραφον ὠσχ- ἀντὶ ὀσχ-, καὶ οὗτος ὁ τύπος ὑπάρχει ἐν πολλοῖς Ἀντιγράφ.