ἐκπατάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπᾰτάσσω''': μέλλ. -ξω, [[πατάσσω]], [[καταβάλλω]], τινὰ κακοῖσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888· μεταφ., ὡς τὸ [[ἐκπλήσσω]], γρηῢν... ἐξεπάταξε [[φόβος]], ἐξέπληξεν, Ἀνθ. Π. 9. 309: - Παθ., φρένας ἐκπεπαταγμένος, «ἐκπεπληγμένος καὶ [[ἐμβρόντητος]]» (Εὐστ.), «[[ἄφρων]]» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 327.
|lstext='''ἐκπᾰτάσσω''': μέλλ. -ξω, [[πατάσσω]], [[καταβάλλω]], τινὰ κακοῖσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888· μεταφ., ὡς τὸ [[ἐκπλήσσω]], γρηῢν... ἐξεπάταξε [[φόβος]], ἐξέπληξεν, Ἀνθ. Π. 9. 309: - Παθ., φρένας ἐκπεπαταγμένος, «ἐκπεπληγμένος καὶ [[ἐμβρόντητος]]» (Εὐστ.), «[[ἄφρων]]» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 327.
}}
{{bailly
|btext=accabler, abattre : φρένας ἐκπεπαταγμένος OD dont l’esprit est accablé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πατάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπᾰτάσσω Medium diacritics: ἐκπατάσσω Low diacritics: εκπατάσσω Capitals: ΕΚΠΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: ekpatássō Transliteration B: ekpatassō Transliteration C: ekpatasso Beta Code: e)kpata/ssw

English (LSJ)

   A strike, afflict, τινὰ κακοῖσι E.HF890 (-πετάσουσιν codd.) : metaph., γρηῢν βροντῆς ἐξεπάταξε φόβος AP9.309 (Antip. <Thess.>):—Pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος stricken in mind, Od.18.327 ; ἐξεπατάχθη· ἐξεπλάγη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 771] hinausstoßen, -schlagen, und übertr., wie ἐκπλήσσω, außer Fassung setzen, erschrecken, Eur. Herc. Fur. 888, wie Antipat. Sid. 109 (IX, 309); pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί, ganz verrückt, Od. 18, 327.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπᾰτάσσω: μέλλ. -ξω, πατάσσω, καταβάλλω, τινὰ κακοῖσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888· μεταφ., ὡς τὸ ἐκπλήσσω, γρηῢν... ἐξεπάταξε φόβος, ἐξέπληξεν, Ἀνθ. Π. 9. 309: - Παθ., φρένας ἐκπεπαταγμένος, «ἐκπεπληγμένος καὶ ἐμβρόντητος» (Εὐστ.), «ἄφρων» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 327.

French (Bailly abrégé)

accabler, abattre : φρένας ἐκπεπαταγμένος OD dont l’esprit est accablé.
Étymologie: ἐκ, πατάσσω.