κομπαστικός: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(6_11) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147. | |lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κομπαστικός]], -ή, -όν) [[κομπαστής]]<br />αυτός που γίνεται με κομπασμό, με [[αλαζονεία]], [[αλαζονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπαστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α κομπαστικῶς)<br />με κομπασμό, αλαζονικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A braggart, Poll.9.146. Adv. -κῶς ib.147.
German (Pape)
[Seite 1479] großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147.
Greek (Liddell-Scott)
κομπαστικός: -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, ἀλαζονικός, Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 147.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κομπαστικός, -ή, -όν) κομπαστής
αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός.
επίρρ...
κομπαστικώς και -ά (Α κομπαστικῶς)
με κομπασμό, αλαζονικά.