ταχυκίνητος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_17) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰχῠκίνητος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] κινούμενος, Πολέμωνος Φυσιογν. σ. 284, Πορφ., κλπ. | |lstext='''τᾰχῠκίνητος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] κινούμενος, Πολέμωνος Φυσιογν. σ. 284, Πορφ., κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ταχυκίνητος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που κινείται με [[ταχύτητα]], [[ευκίνητος]], [[γοργοκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βραδυ</i>-<i>κίνητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A moving quickly, Gal.19.631, Porph.in Harm. p.240 W., Adam.2.45.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠκίνητος: -ον, ὁ ταχέως κινούμενος, Πολέμωνος Φυσιογν. σ. 284, Πορφ., κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταχυκίνητος, -ον, ΝΑ
αυτός που κινείται με ταχύτητα, ευκίνητος, γοργοκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + κινητός (< κινῶ), πρβλ. βραδυ-κίνητος].