προσόχθισμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(6_21)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσόχθισμα''': τό, = [[βδέλυγμα]], Ἑβδ. (Δευτερ. Ζ΄, 26, Βασιλ. Γ΄, κεφ. ΙϚ΄, 32, [[αὐτόθι]] Δ΄, κεφ. ΚΓ΄, 13 καὶ ἀλλ.)· «προσοχθίσματα ἡ γραφὴ καλεῖ τὰ εἴδωλα» Σουΐδ.: -ισμός, ὁ, «[[πρόσκρουσις]], δεινοπάθεια, [[πάθος]] γνώμης, [[συμπάθεια]]», Ἡσύχ.
|lstext='''προσόχθισμα''': τό, = [[βδέλυγμα]], Ἑβδ. (Δευτερ. Ζ΄, 26, Βασιλ. Γ΄, κεφ. ΙϚ΄, 32, [[αὐτόθι]] Δ΄, κεφ. ΚΓ΄, 13 καὶ ἀλλ.)· «προσοχθίσματα ἡ γραφὴ καλεῖ τὰ εἴδωλα» Σουΐδ.: -ισμός, ὁ, «[[πρόσκρουσις]], δεινοπάθεια, [[πάθος]] γνώμης, [[συμπάθεια]]», Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ίσματος, τὸ, ΜΑ [[προσοχθίζω]]<br />[[αντικείμενο]] βδελυγμού.
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσόχθισμα Medium diacritics: προσόχθισμα Low diacritics: προσόχθισμα Capitals: ΠΡΟΣΟΧΘΙΣΜΑ
Transliteration A: prosóchthisma Transliteration B: prosochthisma Transliteration C: prosochthisma Beta Code: proso/xqisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A object of wrath, offence, ib.4 Ki.23.13; προσοχθίσματι προσοχθιεῖς ib.De.7.26.

German (Pape)

[Seite 775] τό, Unwille worüber, Abscheu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσόχθισμα: τό, = βδέλυγμα, Ἑβδ. (Δευτερ. Ζ΄, 26, Βασιλ. Γ΄, κεφ. ΙϚ΄, 32, αὐτόθι Δ΄, κεφ. ΚΓ΄, 13 καὶ ἀλλ.)· «προσοχθίσματα ἡ γραφὴ καλεῖ τὰ εἴδωλα» Σουΐδ.: -ισμός, ὁ, «πρόσκρουσις, δεινοπάθεια, πάθος γνώμης, συμπάθεια», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, ΜΑ προσοχθίζω
αντικείμενο βδελυγμού.