μικροχαρής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκροχᾰρής''': -ές, ([[χαίρω]]) ὁ ἐπὶ μικροῖς χαίρων, ὁ εὐκόλως εὐχαριστούμενος, Λογγῖν. 4. | |lstext='''μῑκροχᾰρής''': -ές, ([[χαίρω]]) ὁ ἐπὶ μικροῖς χαίρων, ὁ εὐκόλως εὐχαριστούμενος, Λογγῖν. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[μικροχαρής]], -ές)<br /><b>βλ.</b> [[μικρόχαρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (χαίρω)
A easily pleased: τὰ μ. paltry pleasantries, Longin.4.4; τὰ κατάρρυθμα μικροχαρῆ Id.41.1; ἡδοναὶ ἀγεννεῖς καὶ μ. Antip.Stoic.3.255, cf. Phld.Po.5.25.
German (Pape)
[Seite 185] ές, der sich über Kleinigkeiten freu't, Longin. 41, 1; kleine Freude gewährend, Antipat. bei Stob. Floril. 67, 25.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροχᾰρής: -ές, (χαίρω) ὁ ἐπὶ μικροῖς χαίρων, ὁ εὐκόλως εὐχαριστούμενος, Λογγῖν. 4.
Greek Monolingual
-ές (Α μικροχαρής, -ές)
βλ. μικρόχαρος.