θυρίς: Difference between revisions
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῠρίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[θύρα]], Πλάτ. Πολ. 359D, Πλούτ. 2. 273Β. 2) παράθυρον, Πράξιλλα 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 379, Θεσμ. 979, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 3, κτλ. 3) αἱ [[ἑκατέρωθεν]] θυρίδες τῶν σχαδόνων τῆς μελίσσης, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Ζ. 9. 40, 9., 43, 1. 4) τὸ [[ὄστρακον]] διθύρου ὀστρακοδέρμου, ὡς π. χ. τοῦ κτενός, [[αὐτόθι]] 4. 4, 24. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., σανίδες, Ἡρακλείδ, παρ’ Ἀθην. 521F: - «θυρίδας Ἀττικοὶ τὰς τῶν γραμματείων πτυχὰς» Ἡσύχ. 2) [[κυψέλη]] σφηκῶν, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 41, 7. | |lstext='''θῠρίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[θύρα]], Πλάτ. Πολ. 359D, Πλούτ. 2. 273Β. 2) παράθυρον, Πράξιλλα 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 379, Θεσμ. 979, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 3, κτλ. 3) αἱ [[ἑκατέρωθεν]] θυρίδες τῶν σχαδόνων τῆς μελίσσης, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Ζ. 9. 40, 9., 43, 1. 4) τὸ [[ὄστρακον]] διθύρου ὀστρακοδέρμου, ὡς π. χ. τοῦ κτενός, [[αὐτόθι]] 4. 4, 24. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., σανίδες, Ἡρακλείδ, παρ’ Ἀθην. 521F: - «θυρίδας Ἀττικοὶ τὰς τῶν γραμματείων πτυχὰς» Ἡσύχ. 2) [[κυψέλη]] σφηκῶν, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 41, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> petite porte ; porte;<br /><b>2</b> fenêtre.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of θύρα,
A window, Praxill.5, Ar.V.379, Th.797, Pl.R.359d, Arist. de An.404a4, Ath.50.2, IG11(2).161D101 (Delos, iii B.C.), BGU1116.23 (i B.C.), Plu.2.273b; window-frame, ἐναρμόσαι εἰς ἑκάστην τὴν θ. (opening) χαλκᾶς θ. (frames) IG22.1668.37. b audience-window of the king or high officials in Egypt, UPZ15.7, 16.20, 53.5 (ii B.C.), Heraclid.Cum.4. 2 opening at each end of a bee's cell, Arist.HA624a7. 3 valve of a bivalve fish, ib.529b7. 4 in pl., embrasures in battlements, IG22.463.55, al.; for artillery, D.S.20.91, D.C.74.10. II in pl., planks, boards, Heraclid. Pont. ap. Ath.12.521f; tablets, Hsch. 2 cell of wasps, Arist. HA628a20, 629a30.
German (Pape)
[Seite 1227] ίδος, ἡ, dim. von θύρα, kleine Thüröffnung, bes. Fenster; ἵππον χαλκοῦν θυρίδας ἔχοντα Plat. Rep. II, 359 d; ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον Ar. Vesp. 379; κἂν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν, aus dem Fenster sehen, Thesm. 797; τὸ φῶς διὰ τᾶς θυρίδος οὐκ εἰσορῇς; p. bei Ath. XV, 697 c; Sp., Plut. Qu. Rom. 36; in der Anth. ὑψίλοφος, Asclpds. 15 (V, 153), εὔτρητοι, Philodem. 7 (V, 123), öfter; – μέλιτος, Bienenzellen, Arist. H. A. 9, 28; B. A. 100 wird θυρίδα τῆς πινακίδος τὴν πτύχα erkl., kleine Tafel, vgl. Ath. XII, 521 f.
Greek (Liddell-Scott)
θῠρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ θύρα, Πλάτ. Πολ. 359D, Πλούτ. 2. 273Β. 2) παράθυρον, Πράξιλλα 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 379, Θεσμ. 979, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 3, κτλ. 3) αἱ ἑκατέρωθεν θυρίδες τῶν σχαδόνων τῆς μελίσσης, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Ζ. 9. 40, 9., 43, 1. 4) τὸ ὄστρακον διθύρου ὀστρακοδέρμου, ὡς π. χ. τοῦ κτενός, αὐτόθι 4. 4, 24. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., σανίδες, Ἡρακλείδ, παρ’ Ἀθην. 521F: - «θυρίδας Ἀττικοὶ τὰς τῶν γραμματείων πτυχὰς» Ἡσύχ. 2) κυψέλη σφηκῶν, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 41, 7.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 petite porte ; porte;
2 fenêtre.
Étymologie: θύρα.