πρόσληψις: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσληψις''': ἡ, τὸ προσλαμβανόμενον, [[ὑπόθεσις]], Πλάτ. Θεαίτ. 210Α, Γραμμ. 2) ἡ [[ἐλάσσων]] [[πρότασις]] τοῦ συλλογισμοῦ, Λατ. assumption, Πλούτ. 2. 386C, Διογ. Λ. 7. 82· πρβλ. Orelli Cic. Divin. 2. 53· τοῦτο ἐκλήθη κατὰ πρόσληψιν πρῶτον ὑπὸ Θεοφρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 189b. 43· περὶ τοῦ ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Προτ. 2. 5, 13, «διὰ προσλήψεως δ’ ἔστιν» ἴδε Waiz Orig. 1. 495. | |lstext='''πρόσληψις''': ἡ, τὸ προσλαμβανόμενον, [[ὑπόθεσις]], Πλάτ. Θεαίτ. 210Α, Γραμμ. 2) ἡ [[ἐλάσσων]] [[πρότασις]] τοῦ συλλογισμοῦ, Λατ. assumption, Πλούτ. 2. 386C, Διογ. Λ. 7. 82· πρβλ. Orelli Cic. Divin. 2. 53· τοῦτο ἐκλήθη κατὰ πρόσληψιν πρῶτον ὑπὸ Θεοφρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 189b. 43· περὶ τοῦ ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Προτ. 2. 5, 13, «διὰ προσλήψεως δ’ ἔστιν» ἴδε Waiz Orig. 1. 495. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>t. de log.</i> assomption <i>ou</i> mineure d’un raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[προσλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A taking in addition, λόγου Pl.Tht.210a, cf. Hermog.Id.1.11; ἀορίστου ib.2.6, Aristid.Rh.1pp.473,534S.; τοῦ ἄρθρου, τοῦ ῑ, A.D.Synt.170.3, Pron.87.13. 2 acquisition, δυνάμεως, τοῦ εὐδαίμονος, J.AJ17.1.2, 18.9.6; μείζονος τιμῆς Anon.Trop.23. b rise in rank by acquisition of catoecic land, προσλήψεως στέφανος PTeb.61 (b).254 (ii B.C.). 3 enrolment, εἰς τὸ ταγματικόν PTheb.Bank8.4 (ii B.C.). II additional assumption, διὰ προσλήψεως Arist.APr.58b9 (dub.); κατὰ πρόσληψιν Thphr. ap. Alex.Aphr. in APr.378.14, Phlp. in APr.416.24; ἐνθύμημα γίνεται . . κατὰ πρόσληψιν Aps.Rh.p.288 H.: specifically, π., ἡ, minor premiss, Crinis Stoic.3.269, Plu.2.387c, A.D.Conj.250.21, S.E. P.2.149, D.L.7.82; ἐν προσλήψει A.D.Conj.250.18.
German (Pape)
[Seite 772] ἡ, 1) das Dazunehmen, λόγου, Plat. Theaet. 210 a. – 2) im Syllogismus der zweite, zum Vordersatz hinzugenommene Satz, Plut. de εἰ ap. Delph. 6; assumptio, Cic. de divin. 2, 53; D. L. 7, 82.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσληψις: ἡ, τὸ προσλαμβανόμενον, ὑπόθεσις, Πλάτ. Θεαίτ. 210Α, Γραμμ. 2) ἡ ἐλάσσων πρότασις τοῦ συλλογισμοῦ, Λατ. assumption, Πλούτ. 2. 386C, Διογ. Λ. 7. 82· πρβλ. Orelli Cic. Divin. 2. 53· τοῦτο ἐκλήθη κατὰ πρόσληψιν πρῶτον ὑπὸ Θεοφρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 189b. 43· περὶ τοῦ ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Προτ. 2. 5, 13, «διὰ προσλήψεως δ’ ἔστιν» ἴδε Waiz Orig. 1. 495.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
t. de log. assomption ou mineure d’un raisonnement.
Étymologie: προσλαμβάνω.