διατεταμένως: Difference between revisions
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), [[μετὰ]] πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9. | |lstext='''διατετᾰμένως''': ἐπίρρ. ([[διατείνω]]), [[μετὰ]] πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec contention, avec effort, de toute sa force.<br />'''Étymologie:''' διατεταμένος, part. pf. Pass. de [[διατέμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (διατείνω)
A with might and main, earnestly, δ. φεύγειν Arist.EN1166b28; ἐνεργεῖν ib.1175a8, cf. Plu.Cat.Mi.26, Iamb.Protr.19, Hierocl.in CA20p.464M.
German (Pape)
[Seite 606] mit Anstrengung, nachdrücklich; φεύγειν Arist. Eth. 9, 4; εἰπεῖν Plut. Cat. min. 26.
Greek (Liddell-Scott)
διατετᾰμένως: ἐπίρρ. (διατείνω), μετὰ πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec contention, avec effort, de toute sa force.
Étymologie: διατεταμένος, part. pf. Pass. de διατέμνω.