εἰκότως: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰκότως''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς Ἀττ. μετοχ. τοῦ πρκμ. [[ἔοικα]], κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, [[πρεπόντως]], [[μετὰ]] δοτ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 915· «[[εἰκότως]]· [[πρεπόντως]], εὐλόγως, δικαίως» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 103, Σοφ. Ο. Κ. 432, 977, καὶ [[συχν]]. παρὰ πεζογράφοις· [[εἰκότως]] ἔχει, [[εἶναι]] λογικόν, εὔλογον, ὀρθόν, Εὐρ. Ι. Τ. 911, πρβλ. Ὀρ. 737· εἰκ. δοκεῖ Ἀνδοκ. 18. 21, πρβλ. ἐν τέλ.· οὐκ [[εἰκότως]], ἀλόγως, Θουκ. 1. 37· [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ γὰρ [[αὐτόθι]] 77, Ἰσοκρ. 253D ὁ Δημ. [[συχνάκις]] θέτει αὐτὸ ἐν τέλει προτάσεων, ὡς τὸ Λατ. nec mirum. | |lstext='''εἰκότως''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς Ἀττ. μετοχ. τοῦ πρκμ. [[ἔοικα]], κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, [[πρεπόντως]], [[μετὰ]] δοτ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 915· «[[εἰκότως]]· [[πρεπόντως]], εὐλόγως, δικαίως» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 103, Σοφ. Ο. Κ. 432, 977, καὶ [[συχν]]. παρὰ πεζογράφοις· [[εἰκότως]] ἔχει, [[εἶναι]] λογικόν, εὔλογον, ὀρθόν, Εὐρ. Ι. Τ. 911, πρβλ. Ὀρ. 737· εἰκ. δοκεῖ Ἀνδοκ. 18. 21, πρβλ. ἐν τέλ.· οὐκ [[εἰκότως]], ἀλόγως, Θουκ. 1. 37· [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ γὰρ [[αὐτόθι]] 77, Ἰσοκρ. 253D ὁ Δημ. [[συχνάκις]] θέτει αὐτὸ ἐν τέλει προτάσεων, ὡς τὸ Λατ. nec mirum. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> avec vraisemblance;<br /><b>2</b> avec raison, à bon droit, justement ; [[εἰκότως]] [[ἔχει]] EUR cela est raisonnable ; [[οὐκ]] [[εἰκότως]] THC non avec raison, sans raison.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκώς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv. of εἰκώς, Att. pf. part. of ἔοικα,
A suitably, c. dat., A. Ag.915; fairly, reasonably, Id.Supp.403 (lyr.), S.OC432, 977, Isoc.12.101, etc.; εἰ. ἔχει 'tis reasonable, E.IT911, cf. Or.737 (troch.); εἰ. δοκεῖ And.1.140, cf. 142; οὐκ εἰ. unreasonably, Th. 1.37: folld. by γάρ, ib.77: freq. at the end of sentences, D.1.10, al., Pl.La.183b.
German (Pape)
[Seite 727] (Adv. zu εἰκός), wahrscheinlicher Weise, muthmaßlich; καὶ οὐκ ἀλόγως ἀποβέβηκεν Isocr. 4, 150; ὑποπτεύω Thuc. 3, 53; nach Gebühr, mit Recht, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς Aesch. Suppl. 403; ὡς εἰκότως εἶπες Plat. Epinom. 979 d. So oft Thuc. u. A. – Οὐκ εἰκότως, ungerechter Weise, Thuc. 1, 37; – εἰκότως ἔχει, = εἰκός ἐστι, Eur. I. T. 911. – Oft steht es am Ende, so daß ein Satz mit γάρ sich anschließt. Thuc. 1, 77 Isocr. 1, 49; Wolf Dem. Lept. p. 252.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκότως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς Ἀττ. μετοχ. τοῦ πρκμ. ἔοικα, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, πρεπόντως, μετὰ δοτ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 915· «εἰκότως· πρεπόντως, εὐλόγως, δικαίως» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 103, Σοφ. Ο. Κ. 432, 977, καὶ συχν. παρὰ πεζογράφοις· εἰκότως ἔχει, εἶναι λογικόν, εὔλογον, ὀρθόν, Εὐρ. Ι. Τ. 911, πρβλ. Ὀρ. 737· εἰκ. δοκεῖ Ἀνδοκ. 18. 21, πρβλ. ἐν τέλ.· οὐκ εἰκότως, ἀλόγως, Θουκ. 1. 37· συχνάκις ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ γὰρ αὐτόθι 77, Ἰσοκρ. 253D ὁ Δημ. συχνάκις θέτει αὐτὸ ἐν τέλει προτάσεων, ὡς τὸ Λατ. nec mirum.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec vraisemblance;
2 avec raison, à bon droit, justement ; εἰκότως ἔχει EUR cela est raisonnable ; οὐκ εἰκότως THC non avec raison, sans raison.
Étymologie: εἰκώς.