ἀνασκευαστικός: Difference between revisions
(6_11) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνασκευαστικός''': -ή, -όν, ὁ [[κατάλληλος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἀνασκευὴν ἢ ἀναίρεσιν, ἐν τῇ λογικῇ, ἀνασκευαστικοὶ τόποι Ἀριστ. Τοπ. 7. 2: ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀνασκευαστικῶς δείκνυται ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 46, 13. 2) [[μετὰ]] γεν. καταστρεπτικός τινος, [[ἀλλήλων]] Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 196. | |lstext='''ἀνασκευαστικός''': -ή, -όν, ὁ [[κατάλληλος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἀνασκευὴν ἢ ἀναίρεσιν, ἐν τῇ λογικῇ, ἀνασκευαστικοὶ τόποι Ἀριστ. Τοπ. 7. 2: ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀνασκευαστικῶς δείκνυται ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 46, 13. 2) [[μετὰ]] γεν. καταστρεπτικός τινος, [[ἀλλήλων]] Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 196. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[destructivo]]op. κατασκευαστικός: ἀ. τόπος Arist.<i>Top</i>.152<sup>b</sup>37<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. ἀλλήλων αἰτίας S.E.<i>M</i>.8.196<br /><b class="num">•</b>en ret. forense de una definición [[refutatorio]] e.d. que no admite una disyuntiva al negar el cargo de la acusación, Fortunat.<i>Rh</i>.91.7.<br /><b class="num">2</b> [[curativo]] subst. τὰ ἀ. Sor.128.10, Dsc.1.33.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[destructivamente]] δείκνυται Arist.<i>APr</i>.52<sup>a</sup>38.<br /><b class="num">2</b> [[con métodos terapéuticos]] Herod.Med. en Orib.5.30.17. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A destructive, in Logic, ἀ. τόποι Arist.Top.152b37. Adv. -κῶς destructively, by way of refutation, Id.APr.52a38. 2 c. gen., destructive of, ἀλλήλων S.E.M.8.196. II restorative, curative, Sor.2.50, Dsc. 1.33. Adv. -κῶς Herod. Med. ap. Orib.5.30.17.
German (Pape)
[Seite 207] 1) widerlegend, Arist. top. 2, 2; Theon progymn. 3. – 2) zum Wiederherstellen geschickt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκευαστικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ἢ ἁρμόδιος πρὸς ἀνασκευὴν ἢ ἀναίρεσιν, ἐν τῇ λογικῇ, ἀνασκευαστικοὶ τόποι Ἀριστ. Τοπ. 7. 2: ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀνασκευαστικῶς δείκνυται ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 46, 13. 2) μετὰ γεν. καταστρεπτικός τινος, ἀλλήλων Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 196.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1destructivoop. κατασκευαστικός: ἀ. τόπος Arist.Top.152b37
•c. gen. ἀ. ἀλλήλων αἰτίας S.E.M.8.196
•en ret. forense de una definición refutatorio e.d. que no admite una disyuntiva al negar el cargo de la acusación, Fortunat.Rh.91.7.
2 curativo subst. τὰ ἀ. Sor.128.10, Dsc.1.33.
II adv. -ῶς
1 destructivamente δείκνυται Arist.APr.52a38.
2 con métodos terapéuticos Herod.Med. en Orib.5.30.17.