νυκτερήσιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτερήσιος''': -ον, νυκτερινὸς (πρβλ. [[ἡμερήσιος]]), Ἀριστοφ. Θεσμ. 204, κατὰ τὸν Dobr. ἀντὶ νυκτερείσια. Τὸ αὐτὸ [[σφάλμα]] ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Λουκ. ἐν Ἀλεξ. 53, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 188. | |lstext='''νυκτερήσιος''': -ον, νυκτερινὸς (πρβλ. [[ἡμερήσιος]]), Ἀριστοφ. Θεσμ. 204, κατὰ τὸν Dobr. ἀντὶ νυκτερείσια. Τὸ αὐτὸ [[σφάλμα]] ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Λουκ. ἐν Ἀλεξ. 53, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 188. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui (agit) de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύκτερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A nightly, Luc.Alex. 53 (v.l. -εισ-, -ισ-), S.E.M.10.188.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερήσιος: -ον, νυκτερινὸς (πρβλ. ἡμερήσιος), Ἀριστοφ. Θεσμ. 204, κατὰ τὸν Dobr. ἀντὶ νυκτερείσια. Τὸ αὐτὸ σφάλμα ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Λουκ. ἐν Ἀλεξ. 53, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 188.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui (agit) de nuit.
Étymologie: νύκτερος.