ζέα: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(6_9) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζέα''': ἡ, = [[ζειά]], Διον. Ἁλ. 2. 25. ΙΙ. [[γραμμή]], ῥυτὶς ἐν τῷ οὐρανίσκῳ τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ. | |lstext='''ζέα''': ἡ, = [[ζειά]], Διον. Ἁλ. 2. 25. ΙΙ. [[γραμμή]], ῥυτὶς ἐν τῷ οὐρανίσκῳ τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών αγρωστωδών<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γραμμή]], [[ρυτίδα]] στον ουρανίσκο του αλόγου<br /><b>2.</b> ο [[ουρανίσκος]] του αλόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ζειά]]<br /><b>2.</b> «[[λιβανωτίς]] [[κάρπιμος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ζειά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,= ζειά, D.H.2.25, Dsc.2.89 (
A v.l. ζειά): nom. sg. ζέη PPetr. 2p.69 (iii B.C.). 2 = λιβανωτὶς κάρπιμος, Dsc.3.74. II the roof of a horse's mouth, Hippiatr.1,8. (With ζέα 1, cf. Skt. yávas (masc.), Lith. javaĩ (masc. pl.) 'corn'.)
Greek (Liddell-Scott)
ζέα: ἡ, = ζειά, Διον. Ἁλ. 2. 25. ΙΙ. γραμμή, ῥυτὶς ἐν τῷ οὐρανίσκῳ τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη)
νεοελλ.
γένος φυτών της οικογένειας τών αγρωστωδών
μσν.
1. γραμμή, ρυτίδα στον ουρανίσκο του αλόγου
2. ο ουρανίσκος του αλόγου
αρχ.
1. η ζειά
2. «λιβανωτίς κάρπιμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζειά.