ζέα
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ἡ, = ζειά, D.H.2.25, Dsc.2.89
A (v.l. ζειά): nom. sg. ζέη PPetr. 2p.69 (iii B.C.).
2 = λιβανωτὶς κάρπιμος, Dsc.3.74.
II the roof of a horse's mouth, Hippiatr.1,8. (With ζέα 1, cf. Skt. yávas (masc.), Lith. javaĩ (masc. pl.) 'corn'.)
Greek (Liddell-Scott)
ζέα: ἡ, = ζειά, Διον. Ἁλ. 2. 25. ΙΙ. γραμμή, ῥυτὶς ἐν τῷ οὐρανίσκῳ τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη)
νεοελλ.
γένος φυτών της οικογένειας τών αγρωστωδών
μσν.
1. γραμμή, ρυτίδα στον ουρανίσκο του αλόγου
2. ο ουρανίσκος του αλόγου
αρχ.
1. η ζειά
2. «λιβανωτίς κάρπιμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζειά.