ἀνάρρινον: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(6_21)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρρῑνον''': τό, δριμύ τι [[φυτόν]], πιθ. τὸ [[κάρδαμον]], nasturtium, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22. - «[[ῥαφανίς]], [[γογγυλίς]], [[ῥάφυς]], [[ἀνάρρινον]], ὅμοια» Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθηναίῳ 9. 369Β. ἐν τῷ Γαληνοῦ Γλωσσ. σ. 432 ὑπάρχουσι τὰ ἑξῆς: «[[ἀνάρρινον]] τὸν διὰ τῶν ῥινῶν παλίσσυτον ἰόν· [[ἔνιοι]] δὲ διαιροῦσιν, ἀνὰ ῥινὸν [[εἶναι]], ἀνὰ τὸ δέρμα».
|lstext='''ἀνάρρῑνον''': τό, δριμύ τι [[φυτόν]], πιθ. τὸ [[κάρδαμον]], nasturtium, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22. - «[[ῥαφανίς]], [[γογγυλίς]], [[ῥάφυς]], [[ἀνάρρινον]], ὅμοια» Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθηναίῳ 9. 369Β. ἐν τῷ Γαληνοῦ Γλωσσ. σ. 432 ὑπάρχουσι τὰ ἑξῆς: «[[ἀνάρρινον]] τὸν διὰ τῶν ῥινῶν παλίσσυτον ἰόν· [[ἔνιοι]] δὲ διαιροῦσιν, ἀνὰ ῥινὸν [[εἶναι]], ἀνὰ τὸ δέρμα».
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀνάρρῑνον) -ου, τό<br /><b class="num">I</b> [[estornudatorio]] Hp. en Gal.19.79.<br /><b class="num">II</b> bot.<br /><b class="num">1</b> [[mastuerzo]], [[Lepidium sativum L.]], Arist.<i>Pr</i>.925<sup>a</sup>30, cf. Nic.<i>Fr</i>.84, Speus.23.<br /><b class="num">2</b> [[dragón]], [[boca de dragón]] quizá [[Antirrhinum maius L.]], Dsc.4.130, cf. Gal.11.834.
}}
}}

Revision as of 12:12, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρρῑνον Medium diacritics: ἀνάρρινον Low diacritics: ανάρρινον Capitals: ΑΝΑΡΡΙΝΟΝ
Transliteration A: anárrinon Transliteration B: anarrinon Transliteration C: anarrinon Beta Code: a)na/rrinon

English (LSJ)

τό,

   A = κάρδαμον, nose-smart, Arist.Pr.925a30, Speus. ap. Ath.9.369b, prob. in Nic.Fr.84.    II = ἀντίρρινον, Dsc.4.130 (prob.), Gal.11.834.    III sternutative, Hp. ap. Gal.19.79.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρρῑνον: τό, δριμύ τι φυτόν, πιθ. τὸ κάρδαμον, nasturtium, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22. - «ῥαφανίς, γογγυλίς, ῥάφυς, ἀνάρρινον, ὅμοια» Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθηναίῳ 9. 369Β. ἐν τῷ Γαληνοῦ Γλωσσ. σ. 432 ὑπάρχουσι τὰ ἑξῆς: «ἀνάρρινον τὸν διὰ τῶν ῥινῶν παλίσσυτον ἰόν· ἔνιοι δὲ διαιροῦσιν, ἀνὰ ῥινὸν εἶναι, ἀνὰ τὸ δέρμα».

Spanish (DGE)

(ἀνάρρῑνον) -ου, τό
I estornudatorio Hp. en Gal.19.79.
II bot.
1 mastuerzo, Lepidium sativum L., Arist.Pr.925a30, cf. Nic.Fr.84, Speus.23.
2 dragón, boca de dragón quizá Antirrhinum maius L., Dsc.4.130, cf. Gal.11.834.