παρημελημένως: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(6_6) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρημελημένως''': Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12. | |lstext='''παρημελημένως''': Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> απερίσκεπτα, αμελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρημελημένος</i> του <i>παραμελῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (παραμελέω)
A negligently, διατρεφόμενος Plu. 2.34od, f.l. in D.H.7.12.
German (Pape)
[Seite 521] adv. part. perf. pass. von παραμελέω, vernachlässigt, Dion. Hal. 7, 12 Luc. amor. 50.
Greek (Liddell-Scott)
παρημελημένως: Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. απερίσκεπτα, αμελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρημελημένος του παραμελῶ].