χορῳδία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(6_11)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορῳδία''': ἡ, ᾠδὴ ἐν χορῷ ἀντίθετον τῷ [[μονῳδία]], Πλάτ. Νόμ. 764Ε.
|lstext='''χορῳδία''': ἡ, ᾠδὴ ἐν χορῷ ἀντίθετον τῷ [[μονῳδία]], Πλάτ. Νόμ. 764Ε.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[χορῳδία]], ΝΜΑ [[χορῳδῶ]]<br />[[άσμα]] που άδεται από χορό, χορικό [[άσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνολο]] τραγουδιστών που εκτελούν μια [[μουσική]] [[σύνθεση]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορῳδία Medium diacritics: χορῳδία Low diacritics: χορωδία Capitals: ΧΟΡΩΔΙΑ
Transliteration A: chorōidía Transliteration B: chorōdia Transliteration C: chorodia Beta Code: xorw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A choral song, opp. μονῳδία, Pl.Lg.764e.

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, Chorgesang, Ggstz von μονῳδία, Plat. Legg. VI, 764 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χορῳδία: ἡ, ᾠδὴ ἐν χορῷ ἀντίθετον τῷ μονῳδία, Πλάτ. Νόμ. 764Ε.

Greek Monolingual

η / χορῳδία, ΝΜΑ χορῳδῶ
άσμα που άδεται από χορό, χορικό άσμα
νεοελλ.
σύνολο τραγουδιστών που εκτελούν μια μουσική σύνθεση.